βλαχόπουλο

βλαχόπουλο
το
γιος βλάχου, νεαρός βοσκός ή αγρότης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλαχόπουλο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 1.346 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Πύλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παπαφλέσσα. * * * το το παιδί του βλάχου …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • Μαγγίνας, Αναστάσιος ή Τάτσης — (Αστακός Αιτωλοακαρνανίας 1792 – 1880). Πολιτικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και μορφώθηκε στα Ιωάννινα. Προσελήφθη ως γραμματέας από τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά των Ιωαννίνων, και από το 1818 διοίκησε τη Θεσσαλία …   Dictionary of Greek

  • Πεντεδέκας, Κωνσταντίνος — (Ιωάννινα τέλη 18ου αι. – Ναύπλιο 1833). Ηπειρώτης έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σπούδασε στη γενέτειρά του και στη Μολδαβία, όπου και εγκαταστάθηκε τελικά, για να επιδοθεί στο εμπόριο. Το 1816, όταν βρισκόταν στη Μόσχα, μυήθηκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”